- καταγλωττος
- κατάγλωττος2атт. = κατάγλωσσος См. καταγλωσσος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάγλωττος — κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, ον (Α) 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγ… … Dictionary of Greek
κατάγλωττα — κατάγλωττος glib neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek